- εὐπρεπές
- εὐπρεπήςwell-lookingmasc/fem voc sgεὐπρεπήςwell-lookingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благоготовъ — (2*) пр. 1.Благолепный: елико ли изобилнѣ ѡ(т)пущашесѩ в дебри на въторую трапезу. сокачи˫а худы вечерѩ бл҃гоготова. (εὐπρεπές) ГБ XIV, 144б. 2. Доступный, открытый для добра: [душа] всѩ свѣтовидна. всѩ ра(д)ющи(с). любовна сущи. бл҃гоготова.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
благолѣпыи — (1*) пр. Благопристойный: азъ... бы(х) пооустникъ. и не вѣдѣ ˫ако что рещи бл҃голѣпое. (εὐτρεπές, в др. сп. εὐπρεπές) ГБ XIV, 167б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
благолѣпьныи — (16) пр. Благообразный, красивый: бѣ же ˫ако же рекохъ. бл҃голѣпно. кроугло имѣ˫а личе. ПрЛ XIII, 118г; бл҃голѣ||пны˫а же лице(м) д҃шею же и зѣло злообразны˫а отроковица (εὐπρεπεῖς) ЖВИ XIV XV, 109а б; отрочище же се бл҃голѣпно. Пал 1406, 178б;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
благохвальныи — (8*) пр. 1.Воздающий хвалу, прославляющий, хвалебный: вчера хулни(к) лю(т). дн(с)ь бл҃гохвале(н) и крото(к) буди. ГБ XIV, 81в; и игумени. чьрньци. попове... съ бл҃годарениемъ съ бл҃гохвалными пѣ(с)ми. положиша и въ манастыри ЛИ ок. 1425, 195 об.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εκπονώ — ( έω) (AM ἐκπονῶ) δημιουργώ με κόπο (α. «εκπονώ μελέτη» β. «ὅπλα ἐκπεπονημένα εἰς κόσμον», Ξεν. Ελλ. γ. «τὸ εὐπρεπὲς τοῡ λόγου ἐκπονήσας», Θουκ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, στολίζω 2. διανύω απόσταση ή διάστημα 3. καλλιεργώ 4. εκπαιδεύω, ανατρέφω 5.… … Dictionary of Greek
ευπρεπής — ές (ΑΜ εὐπρεπής, ές) 1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος 2. ευγενικός, κόσμιος μσν. μεγαλοπρεπής, λαμπρός αρχ. 1. ένδοξος, επιφανής 2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ευπρεπίζω — (ΑΜ εὐπρεπίζω) [ευπρεπής] κάνω κάτι ευπρεπές, τακτοποιώ, συγυρίζω, ευτρεπίζω μσν. μέσ. εὐπρεπίζομαι 1. είμαι προικισμένος με κάτι 2. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος αρχ. παθ. είμαι δεκτός, ευπρόσδεκτος … Dictionary of Greek
οττεύομαι — ὀττεύομαι (Α) 1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.) 2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.) 3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι 4. θεωρώ κάτι ως… … Dictionary of Greek
στιμμίζω — ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. στιβίζομαι Α [στίμμι / στῑβι] βάφω τα βλέφαρα ή τα φρύδια με στίμμι μσν. μτφ. καθιστώ κάτι ευπρεπές ή λογικοφανές, ευτρεπίζω κάτι προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… … Dictionary of Greek